- δημιουργικῶν
- δημιουργικόςof a craftsmanfem gen plδημιουργικόςof a craftsmanmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… … Dictionary of Greek
βουδισμός — Φιλοσοφικό και θρησκευτικό σύστημα που δημιουργήθηκε από τον Βούδα (βλ. λ.) τον 6o αι. π.Χ. στην Ινδία. Είναι το πιο αξιοσημείωτο παράδειγμα άθεης θρησκείας, μια και δεν έχει για κέντρο του τη λατρεία θεότητας, αλλά διατυπώνει διδασκαλία για τη… … Dictionary of Greek
δημιούργημα — το (AM δημιούργημα) [δημιουργώ] έργο εμπνευσμένου δημιουργού, καλλιτέχνημα νεοελλ. 1. αποτέλεσμα δημιουργικών δυνάμεων και επιδράσεων («δημιούργημα πολλών κόπων και προσπαθειών») 2. φρ. α) «δημιουργήματα τής φαντασίας σου» ανυπόστατες,… … Dictionary of Greek
Λαβρενιόφ, Μπόρις Αντρέγεβιτς — (Χερσώνα 1891 – Μόσχα 1959). Ρώσος συγγραφέας και δραματουργός. Φοίτησε στη νομική σχολή της Μόσχας, ενώ το 1911 δημοσίευσε τα πρώτα του ποιήματα και το 1924 το πρώτο του διήγημα. Παράλληλα με τις πνευματικές του ενασχολήσεις συμμετείχε στον Α’… … Dictionary of Greek
Μπάουχαους — (Bauhaus, από τις γερμανικές λέξεις Bau = κατασκευή και Haus = κατοικία). Έτσι ονομαζόταν η κρατική σχολή της αρχιτεκτονικής της Βαϊμάρης, το κτίριο της οποίας είχε σχεδιάσει το 1905 ο Χένρι βαν ντε Βέλντε, ο οποίος αργότερα ανέλαβε τη διεύθυνσή… … Dictionary of Greek
περιπτωσιαρχία — Φιλοσοφική θεωρία, που μειώνει τον ενεργό και αιτιοκρατικό ρόλο του ανθρώπου και περιορίζει ολόκληρο το σύστημα των δημιουργικών αιτίων του κόσμου σε απλές “περιπτώσεις” επέμβασης του Θεού, στον οποίο ανάγει όλη την ικανότητα ενέργειας. Πρόκειται … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Τανάγρας, Άγγελος — (1877 – 1964). Φιλολογικό ψευδώνυμο του γιατρού και λογογράφου Άγγελου Ευαγγελίδη. Σπούδασε ιατρική στην Αθήνα και στη Γερμανία και, όταν γύρισε στην Ελλάδα, κατατάχθηκε στο πολεμικό ναυτικό από όπου αποστρατεύτηκε με τον βαθμό του γενικού… … Dictionary of Greek